πειθάρχησις

πειθάρχησις
πειθάρχ-ησις, εως, , = sq., Eustr. in EN118.10.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πειθάρχησις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειθάρχησιν — πειθάρχησις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειθάρχηση — η / πειθάρχησις, ήσεως, ΝΜΑ [πειθαρχώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πειθαρχώ, πειθαρχία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”